Η Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3 και το ΚΕMΕΣ ολοκληρώνουν το επιτυχημένο τους αφιέρωμα “Λουκίνο όπως Βισκόντι” με την προβολή τη Δευτέρα 13 Νοεμβρίου στις 21:00 στην αίθουσα Βακούρα 1 (Ιωάννου Μιχαήλ, τηλ. 2310233665) το αριστουργηματικό κοινωνικό δράμα “Η γοητεία της αμαρτίας” (Γαλλία-Ιταλία, 1974, έγχρωμη, 121’). Παίζουν: Μπαρτ Λάνκαστερ, Χέλμουτ Μπέργκερ, Σιλβάνα Μανγκάνο, Ρόμολο Βάλι.
Θα προλογίσουν οι κριτικοί κινηματογράφου Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου και Θόδωρος Γιαχουστίδης, του οποίου έντυπη ανάλυση θα διανεμηθεί στους θεατές, ενώ στο τέλος της προβολής θα ακολουθήσει μακρά συζήτηση με το κοινό.
Το προς συζήτηση θέμα στο μάθημα για τον κινηματογράφο θα είναι: Η αποδόμηση της οικογένειας και ο επαναπροσδιορισμός της στο σινεμά του Βισκόντι.
Υπόθεση: Ένας καθηγητής που ζει μοναχικά αναστατώνεται όταν πάνω από το διαμέρισμά του μετακομίζουν μια μαρκησία, ο ζιγκολό εραστής της και η κόρη της με το δικό της εραστή. Ο καθηγητής είναι πολύ αρνητικός αρχικά, αλλά εντέλει τους αποδέχεται, αποκτώντας έτσι μια παράδοξη «οικογένεια».
Η ανάλυση που θα διανεμηθεί είναι η ακόλουθη:
«Αυτή είναι η 13η και προτελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο τεράστιος Λουκίνο Βισκόντι το 1974, δύο χρόνια μετά το εγκεφαλικό που τον άφησε σχεδόν παράλυτο και δύο χρόνια πριν αφήσει την τελευταία του πνοή από καρδιακή προσβολή. Είναι μία από τις λιγότερο γνωστές και «μυθοποιημένες» ταινίες του. Ταινίες, που τον κατέταξαν ανάμεσα στους σημαντικότερους σκηνοθέτες παγκοσμίως. Ταινίες όπως ο «Γατόπαρδος», το «Θάνατος στη Βενετία» και «Ο Ρόκο και τ’αδέλφια του».
Ο ιταλικός τίτλος της ταινίας είναι «Gruppo di famiglia in un interno», σαν να λέμε «Ομάδα της οικογένειας σε εσωτερικό». Οι διανομείς σε χώρες όπου παίχτηκε η ταινία εννοείται ότι «προσάρμοσαν» τον τίτλο σε κάτι πιο… εμπορικό. Δεν τα κάνουμε μόνο στην Ελλάδα αυτά λοιπόν. Οι Άγγλοι διανομείς προτίμησαν το «Conversation Piece».
Με αυτόν τον τίτλο χαρακτηρίζονταν πίνακες από ζωγράφους του 18ου αιώνα, ιδίως Βρετανούς, που αποτύπωναν μια παρέα ανθρώπων σε εξωτερικό χώρο (μικρό δάσος, λιβάδι με δέντρα κτλ.) όπου, κατά τα φαινόμενα, συζητούσαν. Με τέτοιους πίνακες είναι γεμάτοι οι τοίχοι του διαμερίσματος της Ρώμης στο οποίο κατοικεί ο «Καθηγητής», που υποδύεται ο Μπαρτ Λάνκαστερ. Ειρωνεία: ο καθηγητής φαίνεται να περνάει έναν απόλυτα μοναχικό βίο, παρέα με τα βιβλία του, τους δίσκους του Μότσαρτ που λατρεύει και τους πίνακές του, χρησιμοποιώντας το λόγο μόνο για να ανταλλάσσει φράσεις τετριμμένες με την οικονόμο, τη μαγείρισσα του και τους ανθρώπους με τους οποίους συναλλάσσεται. Κανένα ουσιαστικό… conversation λοιπόν.
Έως ότου μια μαρκησία, η Μπιάνκα Μπρουμόντι, την οποία υποδύεται η Σιλβάνα Μανγκάνο, επιδιώκει πάση θυσία να νοικιάσει τον επάνω όροφο από το διαμέρισμα στο οποίο διαβιώνει ο Καθηγητής, όροφος που ανήκει επίσης στο παλάτσο του Καθηγητή. Ο Καθηγητής είναι πολύ αρνητικός αρχικά. Εντέλει δέχεται. Κι έτσι, αποκτά μια παράδοξη «οικογένεια», την οποία αποτελούν η μαρκησία, ο ζιγκολό Γερμανός εραστής της, Κόνραντ (τον οποίο υποδύεται ο Χέλμουτ Μπέργκερ, εραστής του Βισκόντι), η κόρη της Λιέτα και ο δικός της εραστής Στέφανο.
Τούτη είναι ταινία συγκρούσεων και αντιφάσεων. Από τη μια είναι ο κόσμος της διανόησης, αυτής που αντιπροσωπεύει ο Καθηγητής. Με τους δικούς της ηθικούς κανόνες, με την καθαρότητα των ορίων της, με τη συνέπεια, τις αρχές της, τη σταθερότητά της, αλλά και την έντονη μυρωδιά φορμαλδεΰδης, του υλικού δηλαδή μέσα στο οποίο διατηρούνται αναλλοίωτα τα πτώματα. Από την άλλη, βλέπουμε τον κόσμο της νέας μπουρζουαζίας, που αντιπροσωπεύουν όλοι οι άλλοι – ας εξαιρέσουμε τον Κόνραντ.
Είναι ο κόσμος της αμαρτίας που υπαινίσσεται ο ελληνικός τίτλος, της παρακμής, των εύκολων και γρήγορων απολαύσεων, της ανηθικότητας, της επέλασης του φασισμού εντέλει. Και είναι και ο κόσμος του Κόνραντ. Ενός νέου σαφέστατα ευαίσθητου, μορφωμένου, ενταγμένου κάποτε στο φοιτητικό κίνημα, με ταπεινές καταβολές, που ξεκίνησε φτωχός και βαρέθηκε, που είναι αριστερός αλλά ξεπουλήθηκε, που έχει συνείδηση της τάξης του και ξερνάει το ταξικό του μίσος συνεργαζόμενος ακόμα και με όργανα χειραγώγησης της αστικής δημοκρατίας, όπως η αστυνομία! Ναι, ο Κόνραντ είναι το απολωλός πρόβατο, που τον τρώει το σαράκι του ξεπουλήματος, που εντέλει δεν τα βρίσκει ούτε με τον εαυτό του ούτε με τον σκατένιο κόσμο γύρω του.
Έχει πράγματα που φαίνονται κάπως παράξενα για σήμερα, 45 χρόνια μετά, η ταινία (όπως τα άστοχα κατά τη γνώμη μου, φλασμπάκ του Καθηγητή, μέσω των οποίων θυμάται τη γυναίκα του – Κλαούντια Καρντινάλε και τη μητέρα του – Ντομινίκ Σαντά), ο Θεός Βισκόντι όμως, μέσα από μια ταινία δωματίου (δεν υπάρχει ούτε μισό εξωτερικό πλάνο στην ταινία, παρ’ όλα αυτά δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις σε καμία περίπτωση την ταινία «θεατρική») καταθέτει τη δική του πνευματική διαθήκη. Και σε καμία περίπτωση δεν είναι διδακτικός.
Γιατί μπορεί μεν το alter ego του σκηνοθέτη, ο Καθηγητής, να είναι ο πλέον θετικός ήρωας μέσα στην ταινία, παραδέχεται και ο ίδιος τα λάθη του όμως. «Με ξυπνήσατε από βαθύ ύπνο», λέει ο Καθηγητής λίγο πριν το υπέροχο τελευταίο στοπ καρέ, πάνω στο οποίο πέφτουν οι τίτλοι. Ένα στοπ καρέ που προσωπικά μου θύμισε τον περίφημο πίνακα του Ζακ Λουί-Νταβίντ «Ο θάνατος του Μαρά». Κι αν είναι δύο στιγμές στην ταινία που με ανατρίχιασαν, είναι δύο βουβές στιγμές με πρωταγωνιστή τον Καθηγητή στο κρεβάτι του.
Και στις δύο, με μια αδιόρατη κίνηση των χεριών του, είναι σαν να παραδίνεται, σαν να νιώθει την αποτυχία του, σαν να προσπαθεί να αγκαλιάσει αλλά να μην τα καταφέρνει, τον γιο που ποτέ δεν απέκτησε. Συγκλονιστική ταινία, που στέκει άνετα στο σήμερα, ακριβώς επειδή ο Βισκόντι ήταν 100 χρόνια μπροστά…»
ΔΕΚΑ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ TH «ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ»
Εξάλλου, 10 λόγοι για να μη χάσετε τη Γοητεία της αμαρτίας, σύμφωνα με τη Λέσχη, είναι:
- Για το υπέροχο ψυχαναλυτικό σχήμα όπου ο Μπαρτ Λάνκαστερ λειτουργεί με τον Χέλμουτ Μπέργκερ ως πατέρας-γιος και με τη μικρή κοπέλα ως πατέρας-κόρη και άντρας-εραστής.
- Για τη φανταστική φωτογραφία και τους φωτισμούς, που προσφέρουν μια νέα εκδοχή για το αναπαραστατικό κάδρο, συνδέοντας το με το ζωγραφικό.
- Για τη φανταστική καλλιτεχνική διεύθυνση όπου κοστούμια, ντεκόρ, βαμμένοι χώροι, δημιουργούν περίτεχνα την αίσθηση ενός φερέτρου και του εν γένει επερχόμενου θανάτου.
- Για τις δυο συγκλονιστικές φράσεις-κλειδιά για την κατανόηση της ταινίας: Ότι «η παλιά αριστοκρατική τάξη είχε αξίες και κώδικες» και ότι «η πλουτοκρατία αποτελεί εγκληματική οργάνωση».
- Γιατί ακόμα μια φορά ο Βισκόντι αποδεικνύει ότι παίζει στα δάχτυλα τα κινηματογραφικά είδη: Από το μελόδραμα στην υπαρξιακή ταινία, από το πολιτικό φιλμ στο νουάρ.
- Γιατί όταν βλέπουμε αυτό το φιλμ αμέσως αντιλαμβανόμαστε τι συνέβαινε στην Ιταλία και κατ’επέκταση στην Ευρώπη στα μέσα της δεκαετίας του ’70: Πολιτική απελπισία, τρομοκρατία, προκλητικές συμπεριφορές, αταξικές κινήσεις των λούμπεν.
- Γιατί ο Βισκόντι ουσιαστικά ταυτίζεται με τον αγαπημένο του Αμερικανό ηθοποιό και εκφράζει μέσω αυτού τη βαθύτατη απέχθεια και πικρία του για τα όσα συμβαίνουν.
- Γιατί η ταινία έχει τη δομή της αντίστροφης μέτρησης και ψυχορραγήματος: Ολοένα πλησιάζει προς τον θάνατο, την ανατίναξη, την αποδόμηση.
- Γιατί τίθενται τα εξής ελλειπτικά ερωτήματα: Ο θάνατος είναι μόνο σωματικός και αφορά στους δυο άντρες που πεθαίνουν. Αν αυτοί είναι εκφραστές κάποιου συμβολικού διπόλου με το θάνατο των λούμπεν και των αριστοκρατών, φαίνεται να μένει ολομόναχη της η αστική τάξη.
- Γιατί αν θυμηθούμε τον τίτλο του πολύκροτου ντοκιμαντέρ του Μιχαήλ Ρομ Ο αληθινός φασισμός, θα δούμε ότι εκφράζει απόλυτα το συγκεκριμένο όρο. Παρατηρούμε συμπεριφορές προκλητικές, περιφρονητικές, ρατσιστικές, χυδαίες, με άξονα το χρήμα, την ηδονή, την καλοπέραση, την απατη και με μόνο άλλοθι την ενασχόληση με την τέχνη.
Υ.Γ. Τη Δευτέρα 20 Νοεμβρίου στις 21:00 η Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3 και το ΚΕΜΕΣ ξεκινούν το νέο τους αφιέρωμα με τίτλο “Μας κοιτούν από ψηλά” με το δραματικό νουάρ του Εντουάρ Μολιναρό “Ο δολοφόνος δεν είμαι εγώ” (1958).