Στην ιδιαίτερη γοητεία που ασκεί το σινεμασκόπ, η προβολή ευρείας εικόνας, στους θεατές αλλά και σε αυτούς που βρίσκονται πίσω από την κάμερα εστίασε το masteclass «2.39:1 – Tο ελληνικό σινεμά επανέρχεται στο σινεμασκόπ» που πραγματοποιήθηκε σήμερα Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Την εκδήλωση, μια διοργάνωση της Ένωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών σε συνεργασία με το Φεστιβάλ, συντόνισε ο διευθυντής φωτογραφίας Αργύρης Θέος, με τον επίσης διευθυντή φωτογραφίας Χρήστο Καραμάνη (αριστερά στη φωτογραφία) δίπλα του στο πάνελ να μεταφέρει την εμπειρία του από τη δημιουργία ελληνικών ταινιών με τη μέθοδο αυτή.
Όπως επισήμανε ο κ. Θέος, ο όρος «σινεμασκόπ» αναφέρεται στο αναμορφικό φορμά κινηματογραφικής προβολής ευρείας εικόνας. «Πρόκειται για το πολύ μακρόστενο κάδρο. Αυτό σημαίνει ότι για ύψος οθόνης 1 μ. αντιστοιχεί πλάτος 2.39 μ. Είναι φτιαγμένο για να γεμίζει το οπτικό πεδίο», εξήγησε. Το σινεμασκόπ χρησιμοποιήθηκε κυρίως τη δεκαετία του ΄50 στο Χόλιγουντ από την 20th Century Fox. Στην Ελλάδα γυρίστηκαν ελάχιστες ταινίες με αυτή τη μέθοδο εκείνη την περίοδο, καθώς, όπως είπε ο κ. Θέος, «το σινεμασκόπ ήταν ακριβότερο κι ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν πάντα φτωχός».
Όπως πρόσθεσε ο κ. Καραμάνης, το φορμά της ευρείας οθόνης ξεκίνησε με στόχο να τραβήξει τον κόσμο από την τηλεόραση και να τον βάλει ξανά στα σινεμά, καθώς γεμίζει το οπτικό πεδίο και δίνει στον θεατή την αίσθηση ότι «βουτάει στην οθόνη». Για τον λόγο αυτό ακόμη και σήμερα θεωρείται «πιο κινηματογραφικό», όπως είπε. Ιδιαίτερα στα κοντινά πλάνα, συμπλήρωσε ο κ. Θέος, «το σινεμασκόπ επιτρέπει να χωρέσει στο κάδρο και ο περιβάλλων χώρος, δίνοντας παράλληλα βάθος πεδίου».
Οι δύο ομιλητές τόνισαν το εικαστικό ενδιαφέρον που έχουν τα σινεμασκόπ φιλμ, καθώς οι αναμορφικοί φακοί που χρησιμοποιούνται στην ευρεία οθόνη δίνουν συχνά μία ζωγραφική ποιότητα στα κάδρα. Παράλληλα, οι φακοί αυτοί έχουν ιδιαιτερότητες και αρκετές ατέλειες, που όμως ακόμη κι αυτές προσδίδουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στις ταινίες που γυρίζονται με τον τρόπο αυτό. «Προκύπτουν κάποιες φορές οπτικά λάθη, π.χ. καμπύλωση πεδίου, στοιχεία που προκαλούν ακόμη και ενθουσιασμό στους διευθυντές φωτογραφίας», είπε ο κ. Θέος. Επιπλέον, όλες αυτές οι ατέλειες αποτελούν κίνητρο για τη δημιουργικότητα και την εφευρετικότητα των κινηματογραφιστών.
Κατά τη διάρκεια του masterclass παρουσιάστηκαν αποσπάσματα τεσσάρων ταινιών που γύρισε τα τελευταία χρόνια ο Χρήστος Καραμάνης σε σινεμασκόπ. Πρόκειται για τα φιλμ Νορβηγία του Γιάννη Βεσλεμέ (2014), Τετάρτη 04.45 του Αλέξη Αλεξίου (2015), Chevalier της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη (2015) και Suntan του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2016). Προβλήθηκε επίσης απόσπασμα μιας παλαιότερης ελληνικής ταινίας που γυρίστηκε με τη μέθοδο αυτή, Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται του Ανδρέα Τσιλιφώνη (1984).
Ανάμεσα στο κοινό που παρακολούθησε το masterclass ήταν και ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Αρβανίτης, ο οποίος επισήμανε ότι ο ίδιος ξεκίνησε την καριέρα του με σινεμασκόπ δουλεύοντας στη Φίνος Φιλμ. Επίσης παρατήρησε ότι τα τελευταία χρόνια, για διάφορους λόγους, οικονομικούς, τεχνικούς και καλλιτεχνικούς, το φιλμ επανέρχεται κερδίζοντας έδαφος έναντι του ψηφιακού. «Στην περίπτωση του φιλμ το πρωτογενές υλικό παραμένει ανέπαφο για τουλάχιστον 100 χρόνια, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους σκληρούς δίσκους», εξήγησε ο ίδιος.
Το masterclass παρακολούθησαν επίσης επαγγελματίες του χώρου, φοιτητές σχολών κινηματογράφου και σινεφίλ.
φωτογραφία: motionteam, Φανή Τρυψάνη