Σε νέες κινητοποιήσεις προχωρούν οι ασκούμενοι δικηγόροι που εργάζονται στα δικαστήρια Θεσσαλονίκης, μέσω προγράμματος που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ, αντιδρώντας στις απαράδεκτες, όπως τις χαρακτηρίζουν, εργασιακές συνθήκες. Την ερχόμενη Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022, στις 12 το μεσημέρι, διοργανώνουν συγκέντρωση διαμαρτυρίας στα δικαστήρια Θεσσαλονίκης, διεκδικώντας την ικανοποίηση σειράς αιτημάτων.
Ειδικότερα, οι ασκούμενοι δικηγόροι ΕΣΠΑ Θεσσαλονίκης, όπως αναφέρουν σε ανακοίνωση τους, διεκδικούν:
- Άμεση καταβολή των δεδουλευμένων! Καμία άλλη καθυστέρηση στις πληρωμές
- Έγκαιρη μηνιαία καταβολή του μισθού μας! Να τηρηθεί η σύμβαση που υπογράψαμε
- Ρύθμιση του καθεστώτος των αδειών! Ρητή αναφορά και κάλυψη του ηθελημένου κενού με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του εργατικού δικαίου!
- Δέσμευση για την ομαλή και άμεση ολοκλήρωση του 18μήνου προγράμματος τόσο στα δικαστήρια όσο και στα δικηγορικά γραφεία!
- Διασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας του ασκούμενου στο δικηγορικά γραφεία που θα τοποθετηθεί, με ευθύνη του ΔΣΘ!
- Ρύθμιση εν γένει του θεσμού της άσκησης για όλους τους ασκουμένους!
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση των ασκούμενων:
“Το πρόγραμμα ΕΣΠΑ για ασκουμένους δικηγόρους τρέχει εδώ και αρκετούς μήνες. Μολαταύτα μετά το πέρασμα και την ολοκλήρωση των πρώτων πέντε μηνών οι συνθήκες εργασίας και η συνέχιση του προγράμματος παραμένει αβέβαιη και επισφαλής.
Αρχικά, οι ασκούμενοι δικηγόροι που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα βρέθηκαν απλήρωτοι για τους 3 πρώτους μήνες, χωρίς καμία διασφάλιση για την ημερομηνία αμοιβής τους και τις συνθήκες εργασίας τους. Παρ’ όλα αυτά, μετά από σχετική κινητοποίηση, το αίτημα της αμοιβής ικανοποιήθηκε, εξασφαλίζοντας τόσο τους ασκουμένους του Α’ κύκλου του προγράμματος του ΕΣΠΑ όσο και του Β’ που είχαν μόλις δύο εβδομάδες έναρξης απασχόλησης στο πρόγραμμα, γεγονός που δεν μπορεί παρά να αποδεικνύει ότι με σχετική πίεση τα αιτήματα δύνανται να ικανοποιηθούν.
Τα εργασιακά δικαιώματα, ωστόσο, συνεχιζουν να παραμένουν μετέωρα και τα αιτήματα των ασκουμένων ανικανοποίητα. Οι ασκούμενοι εξακολουθούν να μη δικαιούνται άδειες ενώ το επικείμενο καθεστώς στα δικηγορικά γραφεία είναι εντελώς αδιευκρίνιστο.
Ενώ αρχικά υπήρξαν διαβεβαιώσεις από τους τεχνικούς συμβούλους για το δικαίωμα σε νόμιμες άδειες, εν τέλει, η όποια δέσμευση υπήρξε, άρθηκε και οι υπεύθυνοι επικαλέστηκαν την ανυπαρξία πρόβλεψης στην σύμβαση, για να αρνηθούν οποιαδήποτε συζήτηση. Εν ολίγοις, αυτό συνεπάγεται πως για ένα χρόνο δεν υφίσταται δυνατότητα απουσίας από την εργασία μας, παρά μόνο σε περίπτωση ασθενείας. Εκτός του γεγονότος πως εν γένει στα προγράμματα ΕΣΠΑ (ακόμη και στα δίμηνα προπτυχιακά) προβλέπονται άδειες, δεν νοείται οι ασκούμενοι ενώ εκτελούν ακριβώς τα ίδια καθήκοντα με τους δικαστικούς υπαλλήλους, και επομένως εκτελούν εργασία, να μην έχουν το νόμιμο δικαίωμα στην άδεια.
Παράλληλα οι συμβληθέντες με το πρόγραμμα ασκούμενοι βρέθηκαν έκθετοι χωρίς γνώση του τρόπου κατανομής στα Δικηγορικά Γραφεία, τους όρους εργασίας και τους όρους της σύμβασης που θα κληθούν να υπογράψουν, ούτε καν την ημερομηνία έναρξης της παραπάνω διαδικασίας.
Όπως οι υπόλοιποι ασκούμενοι, έτσι κι αυτοί βρίσκονται στο ίδιο καθεστώς ανασφάλειας της άσκησης, δουλεύοντας απλήρωτοι, καταβάλλοντας οι ίδιοι τις ασφαλιστικές εισφορές και ανάλογα με τις ανάγκες του εργοδότη, αντιμετωπιζόμενοι πότε ως εκπαιδευόμενοι πότε ως εργαζόμενοι. Έχουν, δηλαδή, όλες τις υποχρεώσεις ενός εργαζομένου με πραγματική σχέση εξαρτημένης εργασίας, δέσμευση χρόνου τόπου και τρόπου εκτέλεσης καθηκόντων μας, χωρίς, όμως να διαθέτουν τα δικαιώματα και τις προστατευτικές διατάξεις του εργατικού δικαίου.
Δεν μπορεί, λοιπόν κανείς παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Υπουργείο όσο και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν είχαν καμία πρόθεση να ρυθμίσουν τον θεσμό της άσκησης. Περισσότερο, μάλλον, οι ασκούμενοι εργαλειοποιήθηκαν ώστε να καλύψουν οργανικά κενά των δικαστηρίων και για να προσφέρουν φθηνό εργατικό δυναμικό στους συμβληθέντες δικηγόρους”.