Την Κυριακή 10 Μαρτίου, στο Πράσινο Δωμάτιο, πραγματοποιήθηκε συζήτηση με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, με αφορμή τη φετινή του παρουσία στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου υπογράφει το σχέδιο της αφίσας της φετινής διοργάνωσης και παρουσιάζει τη βίντεο εγκατάσταση Inside, καθώς και το backstage video Backside στο MOMus – Πειραματικό Κέντρο Τεχνών. Στο Φεστιβάλ προβάλλεται, επίσης, το ντοκιμαντέρ Η καρδιά του ταύρου της Εύας Στεφανή σε παραγωγή Onassis Culture ως work in progress, το οποίο ακολουθεί την παράσταση Εγκάρσιος Προσανατολισμός του Δημήτρη Παπαϊωάννου στις ευρωπαϊκές σκηνές, σε παραγωγή του Ιδρύματος Ωνάση. Επιπλέον, ο καλλιτέχνης θα παρουσιάσει στο κοινό τις ταινίες του, Nowhere και Primal Matter, την Τετάρτη 13 Μαρτίου, στον κινηματογράφο Σταύρος Τορνές, στις 17:00.

Ανοίγοντας τη συζήτηση, ο διεθνούς φήμης καλλιτέχνης αναφέρθηκε στην επίθεση που δέχθηκαν δύο διεμφυλικά άτομα στην πλατεία Αριστοτέλους λίγες ώρες πριν. «Με ανησυχεί το πώς κάποιοι νέοι άνθρωποι, όταν συναντούν κάτι που λίγο διαταράσσει το πώς καταλαβαίνουν τον κόσμο, η αντίδρασή τους είναι η βία. Δεν μπορώ να δεχτώ άλλο πια την αντίληψη ότι κάτι που δεν μοιάζει με εμάς, μας απειλεί. Ήθελα απλώς να τα πω αυτά γιατί δεν έχει κανένα νόημα τώρα να μιλάμε για τέχνες, φεστιβάλ και τα λοιπά χωρίς να πούμε ότι υπάρχει κάτι το οποίο βράζει από κάτω, βράζει σε ολόκληρο τον κόσμο και δεν έχει να κάνει μόνο με την ομοφοβία. Δεν καταλαβαίνω γιατί τα νέα παιδιά αντιδρούν βίαια. Και απέναντι στις γυναίκες, και απέναντι σε καθετί που είναι διαφορετικό. Σιγά σιγά τα πράγματα θα αλλάξουν. Εγώ όταν μεγάλωνα, δεν φανταζόμουν ότι θα έρθουν τα πράγματα ως εδώ», δήλωσε.

«Εκείνο που είναι μεσογειακό», συνέχισε, «είναι μια ειδική αντίληψη για τον ανδρισμό, η οποία έχει αποθησαυριστεί από σπουδαίους άνδρες ομοφυλόφιλους καλλιτέχνες. Ο Παζολίνι και ο Τσαρούχης αυτήν την ειδική ανδρική υπόσταση ερωτεύτηκαν, η οποία έχει και χίλια καλά, αλλά εμπεριέχει δυνατότητες βίαιων συμπεριφορών που είναι πια επικίνδυνες και πρέπει να τις αφήσουμε πίσω», τόνισε.

Στο σημείο αυτό, η Δήμητρα Νικολοπούλου, υπεύθυνη Επικοινωνίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συνέδεσε τη συζήτηση με το μεγάλο φετινό αφιέρωμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στα ζητήματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας με τίτλο Citizen Queer: «Αναδεικνύουμε ζητήματα ταυτότητας, πολύ σημαντικά θέματα ορατότητας, αλλά κυρίως θέματα αόρατα που απασχολούν κάθε άνθρωπο χωριστά».

Στο σημείο αυτό έγιναν δύο ερωτήσεις στον κύριο Παπαϊωάννου, σχετικά με το αν οι φεστιβαλικές προβολές απευθύνονται τελικά στο κοινό που τις έχει περισσότερο ανάγκη και αν το queer είναι μόδα. «Φυσικά ένα φεστιβάλ κάνει αυτό που πρέπει και όποιος θέλει έρχεται και το βλέπει και οι καλλιτέχνες κάνουν αυτό που θέλουν και όποιος θέλει έρχεται και το βλέπει. Και το κοινό θα δει αυτό που θέλει. Δεν θα αναγκάσουμε κανέναν να εκπαιδευτεί ως προς οτιδήποτε. Ρωτάτε κάτι άλλο: αν υπάρχει ένας ναρκισσισμός γύρω από την τέχνη και τα φεστιβάλ, στα οποία όλοι συμφωνούν για όσα συμβαίνουν στον κόσμο, αλλά δεν υπάρχει διήθηση στο κοινωνικό σώμα. Τι να σου πει ένας καλλιτέχνης πάνω σε αυτό;». Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα, σχολίασε: «Ναι, το queer είναι μόδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ουσία πια. Δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Είμαι απολύτως αντίθετος με τον τρόπο που τίθεται αυτό το ερώτημα. Ναι, είναι μόδα, θα περάσει, είναι ουσία, και θα μείνει. Δεν είναι το ένα αντίθετο του άλλου», τόνισε.

Στη συνέχεια, σχολίασε τη χρήση του queer ως πολιτικής ατζέντας: «Υπάρχει μια ολόκληρη θεωρία σχετικά με το πώς τα queer ζητήματα και τα identity politics έχουν γίνει ένα είδος πολιτικής ατζέντας που είναι ενάντια στις συντηρητικές πολιτικές, και αυτό είναι λίγο άδικο για εμάς που είμαστε της ομοφυλόφιλης κοινότητας. Είναι ωραίο τα πράγματα να προχωρούν προς τα μπρος, αλλά δεν είναι ωραίο να σε χρησιμοποιεί κανένας, να χρησιμοποιεί τα δικαιώματά σου για να προωθήσει από τη δίπλα πόρτα μια άλλου τύπου ατζέντα. Το πρόβλημα είναι, επαναλαμβάνω, γιατί εκφράζονται με βία τα παιδιά μας; Και να συγκεντρωθούμε στο θετικό: είναι απόλυτα φυσιολογικό να αισθανόμαστε έκπληκτοι με την εξέλιξη που έγινε τα τελευταία 20 χρόνια, εμείς που γεννηθήκαμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Πρέπει να χαιρόμαστε. Πάμε καλύτερα, αλλά ακόμη δεν είμαστε εκεί που πρέπει».

«Δεν θέλω να πάρω θέση δημόσια για την ελληνική οικογένεια, για το τι κάνει και πως μεγαλώνει τα αγόρια της. Απλώς θέλω να σας αποστρέψω από τη γενικότητα της ομοφοβίας που δεν λέει τίποτα, στο ειδικό της βίαιης αντιμετώπισης των πραγμάτων, τα οποία μάς ξεβολεύουν», σχολίασε. «Όσο προχωράμε, τόσο πιο πολυεπίπεδα ζητήματα τίθενται στην εξέλιξη και τη διαχείριση των αρχετυπικών ενεργειών του ανθρώπινου βίου. Η δημοκρατία είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο σύστημα, και δεν μπορούμε να την αντιμετωπίζουμε με απλοϊκούς όρους. Χρειάζεται κατανόηση και αγάπη και στον “εχθρό” -αυτό που ονομάζουμε τόσο εύκολα “εχθρό”. Είμαστε όλοι ίσοι», υπογράμμισε.

Σχετικά με την επικαιρότητα, τόνισε ότι τον απασχολεί ως πολίτη. «Η δημιουργία γίνεται από τη ζωή. Παρακολουθώ την επικαιρότητα, αλλά δεν με ενδιαφέρει να αποτυπωθεί άμεσα στο καλλιτεχνικό μου έργο, δεν είμαι αυτού του τύπου ο καλλιτέχνης. Υπάρχουν άλλοι καλλιτέχνες που ασχολούνται με την επικαιρότητα. Εγώ είμαι βιωματικός καλλιτέχνης, χρειάζεται να περάσουν οι εμπειρίες και οι τεχνολογίες από το πεπτικό μου σύστημα και αυτό παίρνει καιρό. Ως πολίτης μού επιτρέπω να εκφράζομαι λίγο πιο αγοραία, όμως σέβομαι την τέχνη περισσότερο από την πολιτική μου υπόσταση, και ως καλλιτέχνης είμαι λίγο πιο “μοναχός”, πιο ασκητικός. Ως πολίτης, μπορώ να χρησιμοποιήσω τη φήμη που η τέχνη μου έδωσε για να πω κάτι που ίσως να είναι λίγο κοινωνικά χρήσιμο. Όταν επιστρατεύω την προσωπικότητά μου για την τέχνη είναι κάτι διαφορετικό γιατί σέβομαι το αγώνισμα στο οποίο αγωνίζομαι».

Στο σημείο αυτό, η κ. Νικολοπούλου ρώτησε τον κ. Παπαϊωάννου ποιος είναι ο δικός του εγκάρσιος προσανατολισμός, ποιο είναι το δικό του εσωτερικό GPS και πού τον τραβάει: «Αυτή τη στιγμή, μια ενέργεια που μπορεί να κυριαρχήσει είναι η μεταφορά της ζωντανής μου τέχνης σε ένα documentation από εμένα τον ίδιο ως μοντέρ. Το Nowhere που θα δείτε είναι ένα δείγμα από αυτήν την τάση να διαβάσω τη δουλειά μου σαν ένα studio γυρισμάτων 35 ετών, η οποία θα οδηγήσει σε μία σπονδυλωτή ταινία, που θα παραδώσω ελεύθερα στο διαδίκτυο για τους επόμενους που θα έρθουν. Αυτό είναι που με έλκει περισσότερο αυτή τη στιγμή και αυτό ενδεχομένως να διακοπεί όταν θα προκύψει η ανάγκη για μια θεατρική παράσταση. Έχω κάψει τον εαυτό μου σε αυτή τη δουλειά, έχω κουραστεί πολύ. Τα τελευταία χρόνια κάνω σε ολόκληρο τον κόσμο περιοδείες, έχω αυτή τη μανία να είμαι παρών σε κάθε παράσταση, έχω αυτήν την παλιομοδίτικη σχέση με το κοινό, θέλω να με βλέπουν εκεί και να καταλαβαίνουν ότι δεν είμαι franchise, ότι δεν έστειλα τη δουλειά, αλλά ότι την παρέδωσα προσωπικά. Η κούραση είναι μεγάλη και, ολοένα και περισσότερο, κατάλαβα ότι τη χαρά μου τη βρίσκω είτε σχεδιάζοντας γυμνά στην παραλία, στην Ανάφη, είτε περνώντας ατελείωτες ώρες μοντάροντας στον υπολογιστή, δηλαδή επαναχορογραφώντας τα πράγματα που έχω φτιάξει. Αυτή φαίνεται να είναι η στροφή, στην οποία έχει φτάσει η ζωή μου», σχολίασε.

Στη συνέχεια, σχετικά με την αγάπη του στην τέχνη του μοντάζ, δήλωσε: «το μοντάζ είναι πραγματική χορογραφία. Συχνά στις παραστάσεις μου σερβίρω πολλά πράγματα ταυτόχρονα στο ανθρώπινο μάτι για να διαλέγει. Κι όταν έρχεται η ώρα να μοντάρει κανείς και αρνείται το τρικάμερο -αυτήν την απόλυτα βαρετή αποτύπωση της ζωντανής τέχνης- πρέπει να κάνει τις επιλογές του, είτε είναι μεσαία, κοντινά πλάνα είτε άλλες γωνίες και, φυσικά, να κάνει αξιολόγηση. Να πάρει μερικές τολμηρές αποφάσεις για τον τρόπο με τον οποίο θα καθοδηγήσει πλέον το βλέμμα του θεατή. Εμένα προσωπικά με συναρπάζει αυτό και θέλω να το κάνω ο ίδιος στη δουλειά μου. Αν προλάβω, πριν τελειώσει και η ζωή μου, θέλω να παραδώσω προσωπικά το αρχείο μου, όπως θέλω να το βλέπει αυτός ο μελλοντικός νέος που φαντάζομαι, που είναι 20 ετών και σε 150 χρόνια ασχολείται με την αρχαιολογία του θεάματος».

Αναφερόμενος στην Καρδιά του ταύρου, το ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή σε παραγωγή Onassis Culture που παρουσιάζεται ως work in progress στο Φεστιβάλ, δήλωσε τον θαυμασμό του για την σκηνοθέτιδα: «Η Εύα Στεφανή είναι από τους κορυφαίους έλληνες καλλιτέχνες. Μέσα στην προσωπική μου λίστα των σπουδαιότερων ζωντανών ελλήνων καλλιτεχνών, μέσα στη δεκάδα είναι για μένα η Εύα. Δυσκολευτήκαμε στην Καρδιά του ταύρου, γιατί δεν είναι εύκολο να ανοίγεις το σπίτι σου να το δει ο κόσμος. Αυτό που θα δείτε είναι το πορτρέτο της Εύας, είναι η δική της αυτοβιογραφία, όπως είναι κάθε της ταινία, γιατί αυτό οφείλει να κάνει ένας καλλιτέχνης. Το ισχυρότερο διαβατήριο για να εμπιστευτώ έναν καλλιτέχνη είναι η εκτίμησή μου για αυτόν. Την αγαπώ ως άνθρωπο, είναι φίλη μου, αλλά το πραγματικό κριτήριο είναι ότι πρόκειται για έναν σημαντικό καλλιτέχνη».

Σχετικά με την αγάπη του για το σινεμά, είπε: «Είναι η τέχνη που αγαπώ, τη γνωρίζω αρκετά καλά. Είναι ένα από τα πράγματα που θα μετανιώσω στο νεκροκρέβατό μου, ότι δεν έκανα σινεμά. Όσα έχω κάνει, ζωγραφική, κόμικ, θεάματα, κινηματογράφος, είναι το ίδιο, είναι ένα μάτι που βλέπει: το μάτι του ζωγράφου. Ο Τσαρούχης, ο πρώτος και μεγάλος μου δάσκαλος, έλεγε ότι είναι 3 πράγματα που πρέπει να δεις για να καταλάβεις τι σημαίνει ζωγραφική: τα ψηφιδωτά της Μονής Δαφνίου, τα fresco της Πομπηίας και τα ψηφιδωτά του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη. Ο Τσαρούχης, λοιπόν, μου είχε πει ότι όταν μάθεις να βλέπεις ως ζωγράφος, δεν θα μπορέσεις να το εξηγήσεις σε κανέναν άλλον άνθρωπο».

Σε ερώτηση σχετικά με το κατά πόσο όσο περνούν τα χρόνια γίνεται πιο εσωτερικός και αγγίζει πιο διανοητικές χορδές μέσα από την τέχνη του, είπε: «Γερνάω και η ορμή του σώματος μεταμορφώνεται και σε κάτι άλλο εκτός από κούραση: σε μία άλλη θέαση της πραγματικότητας. Έχω μετακινηθεί, ξεκίνησα νομίζω ναΐφ και μεταλλάχθηκα. Όπως, όμως, λέω συχνά, ο πιο αφερέγγυος να μιλήσει για την τέχνη του είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Η αποστολή μας είναι μέχρι να σας παραδώσουμε το έργο. Τα γύρω γύρω είναι μια διαστροφή του promotion. Το πρωτεύον είναι να επικοινωνήσουμε με το έργο τέχνης. Έχει να κάνει με την αλχημιστική αυτή δύναμη της τέχνης, να μεταμορφώνει τα υλικά, να αποτυπώνει τη γεωμετρία πίσω από τα πράγματα. Για αυτά δεν μιλάμε ποτέ. Πρέπει να περάσουμε κάποιες ώρες με το έργο τέχνης για την ωφέλεια του ίδιου του ανθρώπου».

Στη συνέχεια, μίλησε για το έργο του, Inside: «Είναι ένα από τα αγαπημένα μου έργα. Η μεγαλύτερη εισπρακτική αποτυχία που έχω κάνει ποτέ και η στιγμή που τα ελληνικά media με τιμώρησαν. Ένα τεράστιο πείραμα για το οποίο είμαι περήφανος, το οποίο έχει σωθεί σαν ένα πολύ καλής ποιότητας μονοπλάνο και κάνει τη δεύτερη θητεία του στα φεστιβάλ του κόσμου ως video installation, ενώ στην πραγματικότητα ήταν τρισδιάστατο, το οποίο η τότε αθηναϊκή κοινωνία σνόμπαρε. Το Inside επιβιώνει με έναν διαφορετικό τρόπο. Είχε φτιαχτεί με κινηματογραφική λογική σε πραγματικό τρισδιάστατο χώρο, αυτό το πράγμα συνέβαινε πραγματικά έτσι όπως το βλέπετε. Ταυτόχρονα, εγώ κατέγραψα τα παρασκήνια με μια μικρή κάμερα στο χέρι αυτής της εξάωρης αέναης ανακύκλωσης υλικών. Το ονόμασα Backside, ένα μικρό ντοκιμαντέρ στο οποίο φαίνεται το γούστο μου στην κινηματογραφική γλώσσα».

Στο σημείο αυτό η κ. Νικολοπούλου μίλησε για τη διαρκώς εξελισσόμενη γλώσσα του σινεμά, την οποία ο κ. Παπαϊωάννου παρακολουθεί στενά, και ο ίδιος δήλωσε σχετικά: «Λατρεύω το σινεμά. Το πώς μια ζωντανή παράσταση που παρουσιάζεται μπροστά στο κοινό, γίνεται documentation για να μείνει αφού πεθάνει η ζωντανή παράσταση, παραμένει ένα άλυτο κινηματογραφικό πρόβλημα. Φτάνει πια το τρικάμερο, φτάνει το audience perspective και φτάνουν οι παραγωγές που γυρνάνε εξαρχής τις παραστάσεις στο στούντιο. Μιλάω για ένα μεγάλο πρόβλημα: εμείς απ’ τη μία πλευρά κάνουμε μια τέχνη, η οποία παρέρχεται. Πώς, λοιπόν, μπορεί ο κινηματογράφος να το αποθησαυρίσει, διατηρώντας το έργο δριμύ, ενθουσιαστικό και καλλιτεχνικά ενεργοφόρο στη μεταφορά του στο καινούργιο μέσο, και όχι μια απλή καταγραφή. Πώς γίνεται να είναι το documentation ενός ζωντανού γεγονότος ένα έργο τέχνης από μόνο του, χωρίς να είναι βαρετό».

Τέλος, ο κ. Παπαϊωάννου μίλησε για την εκτίμηση και την αγάπη του για τον Γιώργο Λάνθιμο, τον ενθουσιασμό με τον οποίο παρακολουθεί την εργογραφία του και τη χαρά που αισθάνεται που ο Γιώργος είχε κινηματογραφήσει κάποιες παραστάσεις του, ανάμεσα στις οποίες η Μήδεια, ο Δράκουλας, η Ανθρώπινη Δίψα και η Καταιγίδα.