Στην Όλγκα Τοκάρτσουκ και στον Πέτερ Χάντκε, απονεμήθηκαν τα Νόμπελ Λογοτεχνίας 2018 και 2019 .Το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται κάθε χρόνο σε εν ζωή συγγραφέα για το σύνολο του έργου του ο οποίος σύμφωνα με τη διαθήκη του Άλφρεντ Νόμπελ, παρήγαγε το «εξαιρετικότερο έργο στην κατεύθυνση της προαγωγής ενός ιδεώδους».
Για πρώτη φορά στην ιστορία των βραβείων η Σουηδική Ακαδημία ανακοίνωσε διπλό Νόμπελ Λογοτεχνίας, τόσο για το 2018, που δεν είχε δοθεί λόγω των αποκαλύψεων για οικονομικά και σεξουαλικά σκάνδαλα στους κόλπους της Ακαδημίας, όσο και για το 2019.
Επιμέλεια: Στεφανία Τζακώστα
Ποια είναι η Όλγκα Τοκάρτσουκ
Στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας για τη βράβευση της Πολωνής συγγραφέως αναφέρεται ότι επελέγη «για την αφηγηματική της φαντασία που με εγκυκλοπαιδικό πάθος αναπαριστά το να διασχίζεις σύνορα ως τρόπο ζωής».
Η Όλγκα Τοκάρτσουκ γεννήθηκε το 1962 στην πόλη Βρότσλαβ της Πολωνίας, όπου ζει ως σήμερα. Από το 1989, όταν δημοσίευσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, παράλληλα με το κυρίως επάγγελμά της, της ψυχολόγου και ψυχοθεραπεύτριας, έχει αναδειχθεί σε μια από τις επιφανέστερες προσωπικότητες των σύγχρονων πολωνικών γραμμάτων.
Έχει γράψει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Έργα της έχουν αποτελέσει τη βάση για θεατρικά κείμενα και κινηματογραφικά σενάρια. Έχει τιμηθεί τέσσερις φορές με την κορυφαία λογοτεχνική διάκριση της πατρίδας της, το Βραβείο Nike, και έχει λάβει πλήθος ευρωπαϊκών διακρίσεων. Η γραφή της συνδυάζει ιστορία και μυθοπλασία, αξιοποιεί αφηγηματικά στοιχεία της λαϊκής παράδοσης και αντανακλά την προσήλωσή της στον Καρλ Γιουνγκ.
Ως ακτιβίστρια των Πρασίνων και αντεθνικίστρια, έγινε στόχος ακραίων στοιχείων με αφορμή το πολυσέλιδο μυθιστόρημα της Τα βιβλία του Ιακώβ (2014). Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί (πρωτότυπος τίλος: “Prawiek i inne czasy”, αγγλικά: “Primeval and Other Times”, 1996), ήταν το πρώτο βιβλίο της που μεταφράστηκε στα ελληνικά. H κυκλοφορία του μυθιστορήματός της “Bieguni” (2007) στη Μ. Βρετανία (με τίτλο “Flights”, σε μτφρ. Jennifer Croft, εκδ. Fitzcarraldo), οδήγησε στη διάκρισή της με το βραβείο Man Booker International Prize, το 2018. Ήταν επίσης τόσο πέρυσι όσο και φέτος υποψήφια στα έγκυρα αμερικανικά βραβείο National Book Awards (καλύτερο μεταφρασμένο βιβλίο).
Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2017 το μυθιστόρημα της Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί (εκδ. Καστανιώτης) σε μετάφραση Αλεξάνδρας Ιωαννίδου.
Ποιος είναι ο Πέτερ Χάντκε
Στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας για τη βράβευση του Αυστριακού συγγραφέα αναφέρεται ότι επελέγη «για το επιδραστικό έργο του που με γλωσσική πρωτοτυπία έχει διερευνήσει τα περιφερειακά αλλά και τα ειδικά ζητήματα της ανθρώπινης εμπειρίας».
Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής, ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Σφήκες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του «Βρίζοντας το κοινό».
Ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Η φιλοδοξία του ήταν να δημιουργήσει μια σύγχρονη επική γραφή που θα απελευθερώνει την πραγματικότητα από τα τετριμμένα σχήματα πρόσληψης.
Τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία. Τάχθηκε κατά της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας και κυρίως κατά της αποκλειστικής ενοχοποίησης των Σέρβων για τον πόλεμο. Για το έργο του έχει λάβει τα βραβεία Μπύχνερ (1973) και Κάφκα (1979). Στο παρελθόν είχε προταθεί πολλές φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Από το 1985 ζει στη Σαβίλ, έξω από το Παρίσι.
Το τελευταίο του βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά είναι η νουβέλα Η μεγάλη πτώση (εκδ. Εστία) σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου.
Από τις εκδόσεις Gutenberg (επανα)κυκλοφόρησε το 2017 το πολυδιαβασμένο μυθιστόρημά του Η αγωνία του τερματοφύλακα πρίν από το πέναλτι σε μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη. Ο ήρωάς του, ο Μπλοχ, ένας πρώην διάσημος τερματοφύλακας πηγαίνοντας ένα πρωί στη δουλειά του σε ένα εργοστάσιο συμπεραίνει πως έχει απολυθεί. Αρχίζει να περιπλανιέται στους δρόμους της Βιέννης όπου τα πάντα του προκαλούν δυσφορία. Πηγαίνει σινεμά, πιάνει κουβέντα με την ταμία· την ξανασυναντά αργότερα και καταλήγουν σε ξενοδοχείο. Την επόμενη, χωρίς προφανή λόγο, τη στραγγαλίζει. Φεύγει εσπευσμένα από την πόλη και καταλήγει σ΄ ένα μικρό χωριό του αυστριακού νότου απ’ όπου έχει εξαφανιστεί ένας μουγγός μαθητής.
Με κινηματογραφικό ρυθμό, με στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και αναφορές στον Κάφκα καταγράφει ψυχολογική πορεία του δράστη, τη διαταραγμένη σχέση του με την πραγματικότητα, το σχίσμα μεταξύ συνείδησης και πράξης.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1970, έγινε αμέσως μπεστ σέλερ, έκανε τον Χάντκε γνωστό σε όλο τον κόσμο και ώθησε τον Βιμ Βέντερς να γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Με την επιτυχία και της κινηματογραφικής μεταφοράς του άρχισε η μακροχρόνια συνεργασία του Χάντκε με τον Βέντερς που οδήγησε σε ταινίες όπως Λάθος κίνηση, Οι όμορφες μέρες στο Αρανχουέθ και Τα φτερά του έρωτα.
Ένα από πολλές απόψεις κλασικό έργο, όπως τονίζει ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ, που προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις, όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του Αλ. Ίσαρης, καθώς θίγει μια ευρεία γκάμα θεμάτων και χαρίζει μια ιδιότυπη αναγνωστική απόλαυση.
Νόμπελ Λογοτεχνίας: από τον Πρυντόμ στον Ισιγκούρο, ο αιώνας των ανδρών
Το 2017, ένα χρόνο με την επιλογή του αμερικανού βάρδου Μπόμπ Ντίλαν που προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα, η Επιτροπή άφησε τους πειραματισμούς και βράβευσε τον σημαντικό Βρετανό λογοτέχνη ιαπωνικής καταγωγής Κάζουο Ισιγκούρο.
Το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας έχει απονεμηθεί συνολικά 114 φορές. Πρώτος βραβευθείς ήταν ο γάλλος ποιητής και δοκιμιογράφος Συλί Πρυντόμ. Σύμφωνα με το σκεπτικό εκείνης της πρώτης Επιτροπής που είχε αναλάβει να εκτελέσει τη διαθήκη του Άλφρεντ Νόμπελ το βραβείο του δόθηκε ως «αναγνώριση της ιδιαίτερης ποιητικής σύνθεσής του, η οποία αποδεικνύει τον υψηλό ιδεαλισμό, την καλλιτεχνική τελειότητα και έναν σπάνιο συνδυασμό των ιδιοτήτων τόσο της καρδιάς όσο και του μυαλού». Ήδη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας από το 1881, ο Πρυντόμ αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που έλαβε από το Νόμπελ στην δημιουργία ενός Βραβείου Ποίησης που απονέμεται από την Société des gens de lettres. Το 1902, στα 100χρονα από τη γέννηση του Βικτόρ Ουγκό, μαζί με τους επίσης ποιητές και ακαδημαϊκούς Jose-Maria de Heredia και Leon Dierx, ίδρυσε την Société des poètes français που παραμένει ενεργή και δραστήρια μέχρι σήμερα.
Το 2017, ένα χρόνο με την επιλογή του αμερικανού βάρδου Μπόμπ Ντίλαν που προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα, η Επιτροπή άφησε τους πειραματισμούς και βράβευσε τον σημαντικό Βρετανό λογοτέχνη ιαπωνικής καταγωγής Κάζουο Ισιγκούρο. «Αποκάλυψε στα μεγάλης λογοτεχνικής δύναμης μυθιστορήματά του την άβυσσο κάτω από την ψευδαίσθησή μας ότι είμαστε συνδεδεμένοι με τον κόσμο», απεφάνθη η Επιτροπή στο σκεπτικό της και ο λογοτεχνικός κόσμος χειροκρότησε.
Από τους βραβευθέντες, μόλις 14 ήταν γυναίκες. Πρόκειται για τις: Σέλμα Λάγκερλεφ από τη Σουηδία (1909), Γκράτσια Ντελέντα από την Ιταλία (1926), Σίγκριντ Ούντσετ από τη Νορβηγία (1928), Περλ Μπακ από τις Ηνωμένες Πολιτείες (1938), Γκαμπριέλα Mιστράλ από τη Χιλή (1945), Νέλλυ Ζαχς από τη Γερμανία (1966), Nαντίν Γκόρντιμερ από τη Νότια Αφρική (1991), Τόνι Μόρισον από τις Ηνωμένες Πολιτείες (1993), Βισλάβα Συμπόρσκα από την Πολωνία (1996), Ελφρίντε Γέλινεκ από την Αυστρία (2004), Ντόρις Λέσινγκ από το Ηνωμένο Βασίλειο (2007), Χέρτα Μίλερ από τη Γερμανία (2009), Άλις Μονρό από τον Καναδά (2013) και Σβετλάνα Αλεξίεβιτς από την Ουκρανία (2015).
Το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται κάθε χρόνο σε έναν εν ζωή συγγραφέα, από οποιαδήποτε χώρα, ο οποίος σύμφωνα με τη διαθήκη του Άλφρεντ Νόμπελ, παρήγαγε το «εξαιρετικότερο έργο στην κατεύθυνση της προαγωγής ενός ιδεώδους».
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας μετά τα σκάνδαλα
Ο Άντερς Όλσον, πρόεδρος της επιτροπής το βραβείου, έχει πρόσφατα τονίσει τον επαναπροσδιορισμό των κριτηρίων που ισχύουν από φέτος. Πιστεύει ότι έτσι θα αποφευχθούν η «ανδροκεντρική» και η «ευρωκεντρική» προσέγγιση που είδαμε στις επιλογές του παρελθόντος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Νόμπελ πιστεύει πως οι αλλαγές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα αλλά και άλλες στις οποίες σκοπεύει να προχωρήσει η Σουηδική Ακαδημία, και αφορούν στην οργανωτική δομή, θα επιφέρουν μεγαλύτερη διαφάνεια και τροποποιήσεις στη μεθοδολογία, και ευελπιστεί πως θα δημιουργήσουν καλές ευκαιρίες για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην Ακαδημία ως θεσμό. Η επιλογή των υποψηφίων για το Βραβείο Λογοτεχνίας γίνεται μεταξύ προτάσεων που υποβάλλονται προς εξέταση από εξειδικευμένους μελετητές.
Υπεύθυνη για τη διαδικασία είναι η Επιτροπή Λογοτεχνίας Νόμπελ, η οποία απαρτίζεται από τους Anders Olsson, Πρόεδρος, Per Wästberg, συγγραφέας, Kristina Lugn, συγγραφέας και Jesper Svenbro, συγγραφέας. Για την περίοδο 2019-2020, η επιτροπή ενισχύθηκε με πέντε εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, τους: Mikaela Blomqvist, Rebecka Kärde, Kristoffer Leandoer, Henrik Petersen και Gun-Britt Sundström.
Λεπτομέρειες, αριθμοί και… αρνήσεις
Το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από το 1901 δεν απονεμήθηκε συνολικά δεκατέσσερις φορές: Έξι φορές κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων (το 1914, το 1918, το 1940, το 1941, το 1942 και το 1943), μία για αδιευκρίνιστους λόγους (το 1935) και άλλες επτά λόγω «έλλειψης κατάλληλου προς βράβευση» (το 1915, το 1919, το 1925, το 1926, το 1927, το 1936 και το 1949). Μόνο τέσσερις φορές έχει δοθεί εξ ημισείας (1904, 1917, 1966 και 1974).
Ο νεαρότερος σε ηλικία συγγραφέας που βραβεύτηκε με Νόμπελ ήταν ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, το 1907, στα 41 του χρόνια. Εκατό χρόνια αργότερα, το 2007, η επίσης Βρετανή Ντόρις Λέσινγκ βραβεύτηκε με Νόμπελ, στα 88 της. Αστειευόμενη, είχε τότε δηλώσει πως «επί τριάντα χρόνια φερόμουν ως υποψήφια, η αναμονή άξιζε τον κόπο».
Εν έτει 2019, το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 9 εκατομμυρίων σουηδικών κορωνών, ήτοι περίπου 800.000 ευρώ.
Στη μακρά λίστα των συγγραφέων που έχουν τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ υπάρχουν δύο που δεν το αποδέχθηκαν: Το 1958 ο Ρώσος φουτουριστής ποιητής Μπόρις Παστερνάκ και το 1964 ο Γάλλος υπαρξιστής φιλόσοφος και λογοτέχνης Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ο πρώτος επικαλέστηκε πολιτικούς λόγους, ενώ ο δεύτερος δήλωσε ότι «ένας συγγραφέας δεν πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό του να μετατραπεί σε θεσμό».
Κι επειδή οι κανόνες είναι και για να παρακάμπτονται, έχουν δοθεί μετά θάνατον βραβεία, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η Επιτροπή της Σουηδικής Ακαδημίας έχει κάνει ιδιαίτερη μνεία στο σκεπτικό της σε συγκεκριμένο βιβλίο του τιμηθέντος.
Tα ονόματα των υποψηφίων και άλλες πληροφορίες σχετικά με τις υποψηφιότητες για τη διαδικασία ανάδειξης του νικητή κάθε χρονιάς γίνονται διαθέσιμα στο κοινό πενήντα χρόνια μετά την κάθε βράβευση. Εν έτει 2019, το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 9 εκατομμυρίων σουηδικών κορωνών, ήτοι περίπου 800.000 ευρώ.